ἔρευναι

ἔρευναι
ἔρευνα
inquiry
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐρευνᾶι — ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βογιατζίδης, Ιωάννης — (Άνδρος 1878 – 1961).Ιστορικός. Καθηγητής της ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού τηςΕλληνικής Γλώσσας από το 1914 και διευθυντής του περιοδικού Αθηνά από το 1923, ο Β. υπήρξε πολυγραφότατος. Έργα… …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • Αρβανιτόπουλος, Απόστολος — (1874 – 1942).Φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία, και το 1899 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Αρχικά εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση, το 1908… …   Dictionary of Greek

  • Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… …   Dictionary of Greek

  • Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ …   Dictionary of Greek

  • Καλιτσουνάκης, Ιωάννης — (Χανιά 1878 – Βουκουρέστι 1966). Φιλόλογος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγική στην Αθήνα, στην Ιένα και στο Βερολίνο και διετέλεσε εντεταλμένος στην αρχή και αργότερα τακτικός καθηγητής των νέων ελληνικών στο Φροντιστήριο… …   Dictionary of Greek

  • Κτενάς, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1884 – 1935). Γεωλόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της επιστήμης στην Ελλάδα. Σπούδασε στη σχολή φυσικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου το 1907 ανακηρύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μπένσης, Βλαδίμηρος — (1877 – 1950). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Γαλλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής σχολής του Παρισιού, και όταν γύρισε στην Ελλάδα χρημάτισε διαδοχικά επιμελητής της παθολογικής κλινικής του Πανεπιστήμιου Αθηνών (1904),… …   Dictionary of Greek

  • Ρενιέρης, Μάρκος — (Τεργέστη 1815 – Αθήνα 1897). Νομομαθής, διπλωμάτης και ιστορικός συγγραφέας. Μετά τις νομικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως δικαστικός (1837 1861), πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη (1861… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”